- φλογοκόκκινος
- -η, -οο κόκκινος σαν φλόγα, ο φλόγινος σαν φωτιά, ο κατακόκκινος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλογοκόκκινος — η, ο, Ν κόκκινος σαν τη φλόγα τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + κόκκινος] … Dictionary of Greek
πυρρός — ή, ό αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, φλογοκόκκινος: Ο νέος είχε πυρρά μαλλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλογάτος — η, ο επίρρ. α 1. φλογερός. 2. αυτός που έχει όψη ή χρώμα φλόγας, κατακόκκινος, φλογοκόκκινος, φλόγινος: Φλογάτα χείλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλόγινος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από φλόγα, πύρινος: Το φλόγινο σπαθί του αρχάγγελου. 2. αυτός που έχει όψη ή χρώμα φλόγας, κατακόκκινος, φλογοκόκκινος: Φλόγινα χείλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)